- σπλαγχνοτόμος
- σπλαγχνο-τόμος, ον,A cutting up the σπλάγχνα, epith. of Zeus in Cyprus. Hegesand.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπλαγχνοτόμος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός στην Κύπρο) αυτός που ανατέμνει τα σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + τόμος (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
σπλαγχνοτόμον — σπλαγχνοτόμος cutting up the masc/fem acc sg σπλαγχνοτόμος cutting up the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλαγχνοτόμους — σπλαγχνοτόμος cutting up the masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek